- κατανεανιεύομαι
- κατανεανιεύομαιprevail over by youthful vigourpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανεανιεύομαι — (AM) περιφρονώ με νεανική επιπολαιότητα αρχ. 1. καταβάλλω κάποιον με νεανικό σφρίγος 2. καταπολεμώ, αντιμάχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νεανιεύομαι «συμπεριφέρομαι σαν παρορμητικός νεανίας»] … Dictionary of Greek
κατανεανιευσόμεθα — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour aor subj mp 1st pl (epic) κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιευομένοις — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιευόμενοι — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιευόμενος — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιεύεσθαι — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιεύεται — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιεύσαιντο — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour aor opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιεύσονται — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεανιεύωνται — κατανεανιεύομαι prevail over by youthful vigour pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)